σαμίας

σαμίας
σαμίᾱς , Σάμος
a height.
fem acc pl
σαμίᾱς , Σάμος
a height.
fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σαμίας — Σαμίᾱς , Σάμιος a height. fem acc pl Σαμίᾱς , Σάμιος a height. fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • SAMOS — I. SAMOS oppid. Magnae Graeciae, apud oram Calabriae ulterioris Lycophr. Steph. nunc Crepacuore Barrio, apud Locros, seu Hieracium Urbem, inde 6. mill. pass. in Boream, ubi Pythagoras habitâsse dicitur. II. SAMOS vulgo SAMO hodieque a fluv.… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Αλιθέρσης — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Γέρος Ιθακήσιος, φίλος του Οδυσσέα, γνώστης της μαντικής τέχνης. Προστάτευσε τον Τηλέμαχο από τους μνηστήρες και τον Οδυσσέα, μετά τον φόνο των μνηστήρων, από τους συγγενείς των τελευταίων, που ζητούσαν εκδίκηση. 2 …   Dictionary of Greek

  • Μηνόδοτος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Σάμιος ιστορικός. Δεν είναι γνωστή η εποχή που έζησε. Σύμφωνα με τον Αθήναιο, έγραψε τα έργα Των κατά την Σάμον ενδόξων αναγραφή, και Περί των κατά το ιερόν της Σαμίας Ήρας, όπου περιγράφει τα διάφορα μνημεία. Κανένα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”